- εὔσκυλτος
- εὔσκυλτος,A agilis, mobilis, Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εύσκυλτος — εὔσκυλτος, ον (ΑΜ) ευκίνητος, δραστήριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σκύλλω «ξεσχίζω, ταράζω»] … Dictionary of Greek